- ριζοβούνι
- το подножие горы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριζοβούνι — και ριζόβουνο, το, και ριζοβουνιά, η, Ν τα ριζά, οι πρόποδες ενός βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + βουνό (πρβλ. κορφο βούνι)] … Dictionary of Greek
ριζοβούνι — το οι πρόποδες του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
Στουππαίοι — Ημιορεινός οικισμός (156 κάτ., υψόμ. 230 μ.), στην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (45 τ. χλμ., 327 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, οι Βαρελλαίοι (21 κάτ., υψόμ. 200 μ.), το… … Dictionary of Greek
πρόποδες — οι τα ριζά του βουνού, το ριζοβούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπώρεια — η οι πρόποδες βουνού, το ριζοβούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)